Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Το φόρεμα της Αφροδίτης (νανουρίζοντας την κόρη)

Μεγάλωσες καλό μου κοριτσάκι κι ακόμα μου ζητάς να σου το διηγηθώ...


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό γραφικό χωριό μια όμορφη κοπέλα που την έλεγαν Αφροδίτη.Είχε μακριά ξανθά μαλλιά και δυο όμορφα γαλανά μάτια.
Όλοι στο χωριό την αγαπούσαν γιατί ήταν ευγενική, χαμογελαστή και καλοσυνάτη.
Κάποιοι είπαν πως την έστειλε ο Θεός!
Το λέγανε γιατί την ίδια μέρα που γεννήθηκε η Αφροδίτη, το ποτάμι που είναι δίπλα στο χωριό ενώ κόντευε να στερέψει ξαφνικά γέμισε νερό!! Από τότε οι χωρικοί μπορούσαν να ποτίζουν τα χωράφια τους και να παράγουν περισσότερους καρπούς.
 Η Αφροδίτη ήταν από φτωχή οικογένεια και οι γονείς της έλειπαν όλη μέρα στη δουλειά τους.
Γι αυτό και η μικρή μας φίλη έμενε μόνη στο σπίτι. Εκείνη είχε αναλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ξεσκόνιζε, σκούπιζε, σφουγγάριζε, μαγείρευε, έπλενε τα ρούχα και τα σιδέρωνε, έβγαινε για ψώνια...τα πάντα! Κάπως έτσι λοιπόν κυλούσε η μέρα της.
 Ένα απόγευμα, που πότιζε τα λουλούδια έξω στον κήπο της αυλής, πέρασε ένας γείτονας κι αφού την χαιρέτησε της είπε:
- "Αφροδίτη τα`μαθες τα νέα;Το Σάββατο θα γίνει μεγάλο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. Θα μαζευτεί κόσμος κι απ`τα γύρω χωριά κι όλοι θα φοράνε τα καλά τους ρούχα και τις παραδοσιακές τους στολές."
Τ`άκουσε η Αφροδίτη κι έδειξε χαρούμενη, μα όταν έφυγε ο χωρικός έβαλε τα κλάματα η δύστυχη. Ήταν στεναχωρημένη γιατί δεν είχε καλά ρούχα να φορέσει και δυστυχώς δεν είχε χρήματα για να αγοράσει καινούργια.
Έτσι κάθισε στην πολυθρόνα της απελπισμένη και λυπημένη και προσπάθησε να σκεφτεί μια λύση...
- "Το βρήκααααα!!!" ξεφώνισε με ένα πρόσωπο που έλαμπε σαν τον ήλιο.
Με μια σβέλτη κίνηση βούτηξε τον κουμπαρά της πάνω απ`το ράφι με τα πιάτα. Τον άνοιξε με βιασύνη κι έριξε τα λεφτά μέσα στην τσέπη της ποδιάς της.
 Σε λίγα λεπτά είχε ήδη φτάσει στο ραφτάδικο του κυρ-Θάνου. Βγάζει όσα χρήματα  είχε μέσα στις τσέπες της και τα αφήνει στον πάγκο λες κι αράδιαζε ολόκληρο θησαυρό!!!
- "Θα ήθελα την πιο όμορφη κλωστή που έχεις!" του είπε με ένα χαμόγελο ευτυχίας και λαχτάρας.
Ο κυρ-Θάνος λες κι ήταν έτοιμος καιρό γι αυτήν την παραγγελία της δίνει ένα μεγάλο κουβάρι πράσινη μεταξωτή κλωστή. Έβαλε τα λεφτά χωρίς να τα μετρήσει σε ένα συρτάρι κι αποκρίθηκε: -"Εύχομαι να φτιάξεις κάτι καλό με την κλωστή αυτή κόρη μου!", και την συνόδεψε ως την πόρτα.
 -"Θα δεις το Σάββατο"! του είπε κι έτρεξε προς το σπίτι της.
Με σβελτάδα και χαρά πήρε το καρεκλάκι της,έκατσε στην αυλή και με τα δυο της βελόνια ξεκίνησε το πλέξιμο. Ήταν τόοοοσο χαρούμενη που ενώ έπλεκε συνάμα τραγουδούσε.

- “Με τα δυο μου τα βελόνια
   φτιάχνω κάλτσες και σκουφιά.
   Δαντελίτσες στα σεντόνια
   και φορέματα χρυσά!”

Κι έτσι χαρούμενη η καλή μας η Αφροδίτη έμεινε για ώρες στην αυλή πλέκοντας ασταμάτητα το πράσινο μεταξωτό γυαλιστερό της φόρεμα...
Κι όλο έπλεκε...κι έπλεκε...κι έπλεκε...ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησε από την κούραση και σηκώθηκε να κάνει ένα διάλειμμα. Άφησε το μισοφτιαγμένο φόρεμά της στο καρεκλάκι που κάθονταν και μπήκε στο σπίτι να πιει λίγο νερό.
Ήπιε το νερό της και ξεκουράστηκε πέντε λεπτά. Έπειτα, αφού ξεμούδιασε, βγήκε στην αυλή για να συνεχίσει το πλέξιμο. Μόλις έφτασε στο καρεκλάκι της είδε με έκπληξη πως το μισοφτιαγμένο φόρεμά της έλειπε. Στην αρχή δεν ανησύχησε νομίζοντας ότι της το είχε παρασύρει ο αέρας κάπου μέσα στην αυλή. Όταν έψαξε ,όμως, όλην την αυλή και δεν το βρήκε άρχισε ν`ανησυχεί. Βγήκε κι έξω στο δρόμο κι έψαξε...
Έψαξε απ`εδώ...έψαξε απ`εκεί...μα τίποτα...το φόρεμα έγινε άφαντο.
 Γεμάτη θλίψη και αγωνία η άμοιρη η Αφροδίτη άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη και να ψελλίζει “βοήθεια”. Τα κλάμματά της και η αγωνία της είχαν μεγαλώσει περισσότερο όταν πια την άκουσαν οι συγχωριανοί της κι έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.
Ξαφνιασμένοι και απορημένοι δεν πίστευαν αυτό που αντίκριζαν.
-“Τι σου συμβαίνει καλό μου παιδί;” την ρώτησε ο κυρ-Θύμιος ο ρολογάς
-“Πρώτη φορά σ`ακούμε να κλαις και θα θέλαμε να μάθουμε το λόγο! αποκρίθηκε με θυμό ο κυρ-Γιάννης ο μπακάλης και συμπληρώνει: -“Θα το πληρώσει πολύ άσχημα όποιος σε στεναχώρησε!!”
Η Αφροδίτη μέσα στα κλάματα και στα αναφιλητά τους εξηγεί τι είχε συμβεί...
-“Ωωωω, μα δεν είναι δυνατόν!” φώναξαν με έκπληξη.
-“Αποκλείεται να το έχει κάνει κάποιος από το χωριό μας!” είπε ο κυρ-Βασίλης ο υδραυλικός.
-“Εμείς σ`αγαπάμε σαν παιδί μας, γιατί να σου κάνει κάποιος τέτοιο κακό;” είπε με απορία η κυρά-Κατίνα η ηλικιωμένη φουρνάρισσα.
-“Βρε μπας κι είναι κανείς περαστικός ο παλιο-κλέφτης;” φώναξε ο μικρός Θανάσης,ο γιος της κυρά-Χαρίκλειας της μανάβισσας.
“Μωρέ τι καθόμαστε και δεν καβαλάμε τ`άλογα να ψάξουμε να βρούμε τον κλέφτη; Δε θα`χει πάει μακριά!!” είπε ο πρόεδρος του χωριού ο κυρ-Αντώνης που είχε τα πιο  μεγάλα μουστάκια απ`όλους.
Χωρίς δεύτερη σκέψη τρέξαν όλοι οι χωρικοί και πήραν τ`άλογά τους και ξεκίνησαν το κυνηγητό.Χωρίστηκαν σε ομάδες και σκορπίσανε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
  Έψαχναν απ`εδώ...έψαχναν απ`εκεί...έτρεχαν απ`εδώ...έτρεχαν απ`εκεί...μα δεν βρήκανε τίποτα.
Κάποια στιγμή ο κυρ-Κώστας ο κυνηγός πήρε το δρόμο για το δάσος που ήταν στις πλαγιές του βουνού. Πριν καλά-καλά φτάσει στο δάσος είδε μακριά σε ένα δέντρο κάτι να γυαλίζει. Μόλις πλησίασε περισσότερο το πρόσωπό του φωτίστηκε από την έκπληξη!! Είχε μπροστά του το μισοφτιαγμένο φόρεμα της Αφροδίτης κρεμασμένο σ`ένα κλαρί ελιάς να κυματίζει λες κι ήταν σημαία. Το ξεκρέμασε με προσοχή κι έπειτα έψαξε τριγύρω για τον κλέφτη.
Τίποτα,πουθενά ο κλέφτης.
Δίχως να χάνει άλλο τον καιρό του στο ψάξιμο πήρε γρήγορα το δρόμο για το χωριό και πήγε το φόρεμα στην Αφροδίτη.Τι χαρά μεγάλη που απλώθηκε σ`όλο το χωριό με τα ευχάριστα μαντάτα!!!
Μόλις είδε η Αφροδίτη το φόρεμά της έτρεξε κι αγκάλιασε τον κυνηγό σαν να ήταν ο πατέρας της.
-“Σ`ευχαριστώ κύριε Κώστα που βρήκες το φόρεμά μου!” του είπε χαρούμενη και τον φίλησε.
Ο κυνηγός κοκκίνισε από τη ντροπή του και με τρεμουλιαστή φωνή της είπε:
-“Λυπάμαι που δεν κατάφερα να πιάσω τον κλέφτη...”
-“Δεν πειράζει,δε με νοιάζει για τον κλέφτη,μου αρκεί που βρέθηκε το φόρεμα!!” του απάντησε με χαρά η καλοσυνάτη κοπέλα.
 Όλοι ευτυχισμένοι επέστρεψαν στα σπίτια τους καθώς ο ήλιος είχε πια χαθεί απ`τον ουρανό κι άρχιζε να νυχτώνει. Η Αφροδίτη όμως ήταν τόσο ενθουσιασμένη που έκατσε στο καρεκλάκι της και συνέχισε το πλέξιμο. Ήθελε να τελειώσει το φόρεμα εκείνη τη βραδιά.
Άναψε και το φαναράκι της κι έπλεκε ασταμάτητα μέχρι να το τελειώσει.
 Το βαρύ εκκρεμές στον τοίχο χτύπησε και σήμανε μεσάνυχτα όταν κατάφερε η αγαπημένη μας κοπέλα να τελειώσει το πλέξιμο του φορέματός της. Ένα πράσινο μεταξωτό φόρεμα γεμάτο λάμψη και χάρη που θα το ζήλευαν ακόμα και οι καλύτερες μοδίστρες!!! Το κρέμασε με κούραση και υπερηφάνεια σε μια κρεμάστρα και το έβαλε στη ντουλάπα της. “Θα το δοκιμάσω αύριο με το φως της μέρας για να δω αν χρειάζεται κάποια επιδιόρθωση” σκέφτηκε.Φόρεσε το νυχτικό της, ξάπλωσε στο κρεββάτι της κι αποκοιμήθηκε.
                                                                   ~*~
Το πρωί που ξύπνησε η καλή μας Αφροδίτη νίφτηκε, βούρτσισε τα μακριά ξανθά μαλλιά της κι έτρεξε χαρούμενη βιαστικά προς στη ντουλάπα να βγάλει το όμορφο φόρεμά της για να το δοκιμάσει.
 Ήταν τέτοια η λαχτάρα της που θα`λεγε κανείς ότι ήρθαν τα Χριστούγεννα κι έτρεχε να δει το δώρο που της έφερε ο Αη-Βασίλης!
 Όταν άνοιξε τη ντουλάπα της όμως την περίμενε μία διαφορετική έκπληξη. Το φόρεμά της είχε εξαφανιστεί!!
-“Βοήθεια,βοήθεια! Κλέφτες,το φόρεμά μου!” φώναξε με όλη της τη δύναμη πανικόβλητη.
Αμέσως έτρεξε έξω απ`το σπίτι κλαίγοντας.
Άκουσαν οι χωρικοί τις φωνές της Αφροδίτης κι έτρεξαν όλοι ,γι άλλη μια φορά,να δουν τι συμβαίνει.
-“Τι έγινε πάλι παιδί μου; Τι σου έκλεψαν και είσαι τόσο αναστατωμένη;” την ρώτησαν οι χωρικοί.
Μόλις τους είπε ότι της έκλεψαν το φόρεμα μέσα από το σπίτι δεν χρειάστηκαν άλλες εξηγήσεις. Έτρεξαν και πήραν τα άλογά τους κι άρχισαν να ψάχνουν για να βρουν τον κλέφτη.Χωρίστηκαν και πάλι σε ομάδες και σκορπίσανε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
  Έψαχναν απ`εδώ...έψαχναν απ`εκεί...έτρεχαν απ`εδώ...έτρεχαν απ`εκεί...μα δεν βρήκανε τίποτα.
Ο κυρ-Κώστας ο κυνηγός δεν έχασε χρόνο και πήρε το δρόμο για το δάσος. Ήταν σχεδόν σίγουρος όταν πήγε στο ίδιο δέντρο και βρήκε γι άλλη μια φορά το όμορφο γυαλιστερό φόρεμα της Αφροδίτης!
-“Χμμμ αυτή η δουλειά αλεπού μου θυμίζει κι όχι άνθρωπο για κλέφτη!” μονολόγησε κι έκανε μια κίνηση και μάζεψε το φόρεμα στη σέλα. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο έδαφος για να δει τα ίχνη από τις πατημασιές που υπήρχαν, κοίταξε τριγύρω στους θάμνους αλλά και πάλι δε βρήκε κάτι κι έφυγε γοργά για το χωριό.
Ο κυρ-Κώστας έφτασε στο χωριό κουνώντας στο χέρι του το φόρεμα της Αφροδίτης με τόση υπερηφάνεια λες και κρατούσε το λάβαρο της νίκης.Τόση ήταν η χαρά του.
Ίδια και μεγαλύτερη η χαρά όλων των ανθρώπων στο χωριό μα πιο πολύ η χαρά ήταν της Αφροδίτης.
-“Να φροντίζεις να κλειδώνεις τα βράδια παιδί μου,ακόμα κι όταν φεύγεις απ`το σπίτι να το κλειδώνεις!” την συμβούλεψε ο κυνηγός.
-“Μην ανησυχείς κύριε Κώστα θα προσπαθήσω να το θυμάμαι και να κλειδώνω.”
του απάντησε η Αφροδίτη γεμάτη ευχαρίστηση ...
 Χαρούμενοι και ανακουφισμένοι, που βρέθηκε το φόρεμα της Αφροδίτης, οι χωρικοί επέστρεψαν στις δουλειές τους και στα σπίτια τους.
                                                                    ~*~
  Η ώρα είχε περάσει κόντευε μεσημέρι και η Αφροδίτη έπρεπε να βιαστεί να πάει στη λαϊκή αγορά για να ψωνίσει. Άφησε,λοιπόν, το φόρεμά της στη ντουλάπα και πήρε το μικρό καρότσι της κι έφυγε βιαστική στην αγορά. Εκεί ψώνισε πολλά πράγματα. Πήρε ντομάτες,πατάτες,κρεμμύδια,καρότα,μπανάνες,σταφύλια...Και ψώνιζε,και ψώνιζε....μέχρι που γέμισε το καροτσάκι της και δεν άντεχε άλλο φορτίο. Παρ`όλο που ήταν πολύ βαρύ το καροτσάκι με τα ψώνια,η Αφροδίτη κατάφερε και το κουβάλησε μέχρι το σπίτι της.
Όταν έφτασε, έβαλε όλα τα ψώνια στη θέση τους, ήπιε λίγο νερό να δροσιστεί και ξάπλωσε φαρδιά πλατιά στο κρεββάτι της να ξαποστάσει. Η λαχτάρα που είχε όμως να δοκιμάσει το φόρεμά της δεν την κράτησε για πολύ ώρα ξαπλωμένη. Σηκώθηκε κι έτρεξε στη ντουλάπα να δοκιμάσει το φόρεμά της.
Άνοιξε τη ντουλάπα και για μια ακόμη φορά έπαθε το ίδιο σοκ! Το φόρεμά της είχε εξαφανιστεί.
-“Αχ Θεέ μου,δεν κλείδωσα το σπίτι,πως το ξέχασα;” ψέλλισε κι έτρεξε τρομαγμένη μα κι απογοητευμένη προς την πόρτα για να φωνάξει βοήθεια. Όταν την άνοιξε, όμως, την περίμενε ακόμα μια έκπληξη!!
 Ο κύριος Κώστας ξεπρόβαλε από μια συστάδα θάμνων και μπαααμ! πυροβολεί με την καραμπίνα του. Στην άλλη άκρη του δρόμου ήταν η πονηρή και ζηλιάρα αλεπού. Κρατούσε στα χέρια της το φόρεμα της Αφροδίτης. Τα βόλια από την καραμπίνα του κυρ-Κώστα την πέτυχαν στα πισινά της. Τρόμαξε τόσο πολύ που άφησε αμέσως το φόρεμα κι άρχισε να τρέχει να γλυτώσει.
Με φωνή γεμάτη θυμό ο κυρ-Κώστας της είπε καθώς έτρεχε:
-“Κυρ-αλεπού, κυρ αλεπού. Μια του κλέφτη,δυο του κλέφτη,τρεις και την κακή του μέρα!
Μην τολμήσεις να ξανακλέψεις κακομοίρα μου την επόμενη φορά θα σημαδέψω καλύτερα!!”
Τ`άκουσε αυτά η τρομαγμένη αλεπού και μαύρο δρόμο που πήρε. Το είχε πάρει το μάθημά της. Σκιάχτηκε τόσο πολύ που από τότε κι έπειτα δεν ξαναπάτησε στο χωριό μα ούτε και τόλμησε να ξανακλέψει άνθρωπο.
 Η Αφροδίτη μάζεψε το φόρεμά της απ`τις λάσπες, το έπλυνε, το σιδέρωσε και... το Σάββατο στη γιορτή του χωριού ήταν η πιο όμορφη απ`όλες τις κοπέλες!! Έλαμπε σαν να ήταν πριγκίπισσα και οι χωριανοί την θαύμαζαν με καμάρι τόσο για την ομορφιά της μα κι άλλο τόσο για την προκοπή της.
Όλοι μαζί χαρούμενοι φάγανε τραγούδησαν και χόρεψαν με την ψυχή τους. Οι μουσικοί του χωριού μάλιστα έγραψαν κι ένα τραγούδι για τις αρετές της Αφροδίτης!

                                                       
Στου χωριού την παρεούλα
είναι μια πριγκιποπούλα.
Όμορφη σαν αγγελούδι
η φωνή της σαν τραγούδι!

Δυνατή και προκομμένη
χρυσοχέρα ευλογημένη.

Θεέ μου έχε την καλά
να μπορεί να μας γελά
να αγαλιάζει η ψυχή μας
να ομορφαίνει τη ζωή μας!


(και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα)

All rights reserved 2012
Ioannis Doukiris

Οι δυο φίλοι (νανουρίζοντας το γιο μου)


 

Αφιερωμένο τον γιο μου, Χρήστο-Αντώνη Δουκίρη.

ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ
 
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν μέσα στο δάσος δυο ξεχωριστοί φίλοι: Ο Βρασίδας Μολιντήρης και ο Φανούρης Ποντικολαλάς.
 Ο Βρασίδας ήταν ένα συμπαθητικό σαυράκι που φορούσε πάντα μια στολή ακροβάτη.Δεν μιλούσε ποτέ και κανείς δεν ήξερε αν έχει φωνή ή όχι. Όταν σε κοιτούσε με τα γουρλωτά του μάτια αμέσως καταλάβαινες ότι ήταν ο σοβαρός της παρέας. Το σοβαρό του ύφος βέβαια έδινε πάντα μια μεγαλύτερη αίγλη στα ακροβατικά του. Σκαρφάλωνε παντού με ιδιαίτερη ευκολία και μια μοναδική χορευτική χάρη, ακόμα και στο ταβάνι, δίχως να πέφτει, λες κι είχε κόλλα στα πόδια.
 Ο Φανούρης ήταν ένας μικρός ποντικός σπάνιας ομορφιάς. Είχε ένα στριφτό καλλιτεχνικό μουστάκι και φορούσε μια μπαλωμένη στολή ταυρομάχου. Φυσικά στην όλη εμφάνισή του δεν έλειπε το σομπρέρο που είχε γεμίσει τρύπες και η κιθάρα του που είχε ζωγραφισμένη στην πλάτη της μια όμορφη κοπέλα.
 Μέσα στο δάσος ζούσε και η οικογένεια του δασοφύλακα. Είχαν ένα όμορφο σπίτι, φτιαγμένο με κορμούς και τούβλα, ένα ράντζο. Γύρω του υπήρχε ένα μεγάλο περιφραγμένο λιβάδι. Αγελάδες,άλογα,γουρουνάκια,κότες,γατάκια,σκυλάκια όλα μαζί μια παρέα περνούσαν ευτυχισμένα. Στην παρέα τους ζούσαν τα δυο παιδιά του δασοφύλακα. Ο Αντρέας ήταν ο μεγαλύτερος και πάντα προστάτευε και περιποιόταν την μικρή του αδερφή. Η Όλγα σαν μικρότερη ήταν η πιο σκανταλιάρα της παρέας. Κυνηγούσε τα ζώα,τους τραβούσε την ουρά και τα έβρεχε γελώντας "έτσι για να τα ποτίσει", όπως έλεγε," μαζί με τα λουλούδια του κήπου."
Όταν λοιπόν έρχονταν ο Βρασίδας και ξεκίναγε τα ακροβατικά του, μαζεύονταν όλα τα ζώα στην αυλή του σπιτιού για να τον παρακολουθήσουν. Επιφωνήματα θαυμασμού αντιλαλούσαν στην κάθε κίνησή του, χειροκροτήματα, και στο τέλος η σχετική υπόκλιση του Βρασίδα συμπλήρωναν το σκηνικό στην τρελή παράστασή του. Αφού τελείωνε τα ακροβατικά του ο Βρασίδας τον ακολουθούσε με το ίδιο καλλιτεχνικό σθένος ο φίλος του ο Φανούρης. Με τη συνοδεία της κιθάρας έλεγε τραγούδια σπανιόλικα, με πάθος και στόμφο που θα ζήλευαν ακόμα κι επαγγελματίες τραγουδιστές.
-"Ολέεε!!" ζητωκραύγαζαν τα δυο αδέρφια όποτε τελείωνε ένα τραγούδι ο Φανούρης. Χειροκρότημα κι επιφωνήματα θαυμασμού για την παράσταση των φίλων.
Κάθε φορά η παράσταση ήταν και μια γιορτή στην αυλή του δασοφύλακα.

~*~

Έτσι λοιπόν έγινε και σήμερα το απόγευμα,η παράσταση των δυο φίλων μας είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της όταν την στιγμή που όλοι επευφημούσαν και χειροκροτούσαν ακούστηκε μια κραυγή από το δάσος...
-"Αούουουού..."
Όλοι σώπασαν μέσα στην αυλή.
-"Αούούού!" ξανακούστηκε η κραυγή από το δάσος.
-"Παιδιά πείτε μου ότι με γελούν τ`αυτιά μου!"είπε ο Αντρέας.
-"Ακούσατε κι εσείς τον λύκο;"
-"Μπρρρρ,Παναγίτσα μου πως φοβάμαι",λέει η μικρή Όλγα.
-"Ηρέμησε καλή μου γιατί τόση ταραχή; Είμαστε τόοοοσοι πολλοί,και θα φοβηθούμε έεεναν λύκο;" είπε με θάρρος ο Κυρ Μάνος Μαυρολαίμης,το γέρικο σοφό άλογο.
-"Ας κοπιάσει να έρθει απ`εδώ και θα δεις τι θα πάθει!" συμπλήρωσε ο γιος του ο Αρίστος.
Δημιουργήθηκε ένα βουητό από τις φωνές των ζώων που συμφωνούσαν με τον Μαυρολαίμη, όταν ξαφνικά τα πάντα νέκρωσαν...
Ο λύκος ήταν στην πόρτα της αυλής χαμογελαστός με τα μεγάλα δόντια του να εξέχουν από τα χείλη.
-"Γεια σας φίλοι μου! Πιστεύω πως εδώ είναι το μέρος που ακούγεται η μουσική που αγαπάω! Έτσι δεν είναι;"ρώτησε ο λύκος γεμάτος προσμονή.
-"Ναι, καλά άκουσες",πετάχτηκε ο Φανούρης με θάρρος και ύφος ταυρομάχου.
-"Αααα εσύ ήσουν ο μουσικός, είμαι σίγουρος!"είπε ο λύκος με ευτυχία στον Φανούρη.
-"Και είμαι σίγουρος πως η κιθάρα που κρατάς έχει ζωγραφισμένη μια κοπέλα στην πλάτη της!"είπε με υπερήφανο ύφος.
-"Ωωωω!!" ακούστηκε μια φωνή απ`όλα τα ζώα.
-"Μα...πως το ξέρεις εσύ";ρώτησε με απορία ο Φανούρης.
-"Γιατί αυτή η κιθάρα έχει φτιαχτεί από τον πατέρα μου,όπως και πολλές άλλες!Και την θυμάμαι γιατί έκανε πάρα πολύ χρόνο να τη φτιάξει !"
-"Α,ναι;Και γιατί θα πρέπει να σε πιστέψουμε;" ρώτησε με επιθετικό ύφος ο κόκορας ο Ρικοκός.
-"Γιατί ο πατέρας μου ήταν ο μόνος μάστορας σε όλη την περιοχή που έφτιαχνε κιθάρες!" απάντησε με υπερηφάνεια ο λύκος.
-"Αν δείτε μέσα στη τρύπα της κιθάρας θα διαβάσετε τα αρχικά Μ.Κ δηλαδή Μουσιλύκος Κιθαρούλης. Κι επί τη ευκαιρία επιτρέψτε μου να συστηθώ: Λυκοφίλης Κιθαρούλης."
-"Ο γνωστός βαρύτονος;" Πετάχτηκε με έκπληξη γεμάτη η Κα Χήνα Παραλίμνη.
-"Ακριβώς αγαπητή μου και θα ήταν χαρά μου αν με λέγατε με το χαϊδευτικό μου, οι φίλοι μου με φωνάζουν Λάκη."
-"Μα ναι,πως δεν το είχα καταλάβει; Εσείς είστε φίλτατε,θυμάμαι το σημάδι στην ουρά σας,χαχα!" συμπλήρωσε ο φίλος μας ο Φανούρης...(την ιστορία με το σημάδι θα την πούμε σε άλλο παραμύθι.)
-"Αυτή η κιθάρα φτιάχτηκε ειδικά από τον πατέρα σου για τον πατέρα μου..." συμπλήρωσε με υπερηφάνεια το καλό μας ποντικάκι.
Δυο φίλοι από τα παλιά λοιπόν αντάμωσαν, χαιρετίστηκαν με ενθουσιασμό και αγκαλιάστηκαν γεμάτοι χαρά. Η μεγάλη χαρά τους απλώθηκε σε όλη την παρέα κι όλα τα ζώα πλησίασαν τον επισκέπτη τους, για πρώτη φορά στη ζωή τους,δίχως να φοβηθούν.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο Φανούρης κι ο Λυκοφίλης ή Λάκης όπως του άρεσε να τον λένε,έπιασαν να λένε τραγούδια και τα δυο αδέρφια -ο Αντρέας με την Όλγα- μαζί με τα ζώα άρχισαν τον τρελό χορό.

~*~

Χόρευαν όλοι και γλεντούσαν...όλοι εκτός του Βρασίδα. Έστεκε σε μια γωνιά μονάχος του αποσβολωμένος, αγέλαστος, σχεδόν λυπημένος, ακίνητος με τα γουρλωτά του μάτια κοίταζε τον κόσμο που διασκέδαζε. Κανείς δεν του έδινε σημασία και ο Φανούρης ούτε καν τον σύστησε στον λύκο...ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Έστριψε την πλάτη του κι έκανε μια κίνηση να φύγει προς το σπίτι του γεμάτος απογοήτευση.
-"Βρασίδα,που κρύβεσαι τόσην ώρα;" ακούστηκε ο Φανούρης ακριβώς από πίσω του.  "-Έλα φιλαράκο μου,θέλει να σε γνωρίσει ο Λάκης." πήρε ο Φανούρης με υπερηφάνεια τον καλό του φίλο αγκαζέ και τον συνόδευσε στον δημοφιλή λύκο τενόρο με κάθε επισημότητα.
-"Λάκη να σου συστήσω τον καλύτερό μου φίλο κι αδερφό μου, τον έναν και μοναδικό  ακροβάτη του δάσους μας!!"
-"Ο Βρασίδας Μολιντήρης? Εσείς είστε, ο ίδιος; Τιμή μου που σας γνωρίζω!!" Ξεφώνισε με θαυμασμό ο Λάκης κι έσκυψε να τον χαιρετίσει.
-"Η τιμή είναι δική μου κύριε." ψέλλισε ο Βρασίδας και ήταν η σειρά των υπολοίπων να μείνουν γεμάτοι έκπληξη, αποσβολωμένοι μιας και δεν είχαν ξανακούσει τη φωνή του. Άκρα ησυχία στην αυλή,όλοι είχαν μείνει σαν τα αγάλματα ακίνητοι περιμένοντας την επόμενη κουβέντα του Βρασίδα.
-"Εεε, παιδιά μην με περιμένετε να σας πω και τραγούδι!" τους αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο ο Βρασίδας.
-"Αχαχαχα" ξέσπασαν στα γέλια όλοι στην αυλή κι έτσι αυθόρμητα ξεκίνησαν τα τραγούδια  και τον ξέφρενο χορό.
Μια ξεχωριστή νύχτα είχε έρθει στην αυλή του δασοφύλακα κι έφερε σ`όλους την μεγάλη ευτυχία.
 Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ποτέ πως δεν είναι πάντα ο εχθρός σου αυτός που φοβάσαι...



Καλό ξημέρωμα παιδί μου, να`σαι καλός με όλους τους φίλους σου και να μοιράζεσαι αγάπη.

All rights reserved 2012
Ioannis Doukiris

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Ιστορίες δίπλα στο τζάκι

Καλημέραααα
Καλημέραααα σας γειτόνοιοιοιοι.
Ντιν-ντόν...ντιν-νταν...ντιν-ντινντόν...ντιν-ντινντάν.

Μια όμορφη μουντή χειμωνιάτικη μέρα έχει ανάψει τα φώτα της.
Μέσα στις πρώτες ηλιαχτίδες η ομίχλη έχει απλώσει το διάφανο
μαγευτικό της πέπλο. Τα πουλιά ξεκινούν την μικρή τσιριχτή
μουρμούρα τους λες και εξηγούν το ένα στ`άλλο τι όνειρο είδαν.
Τα δάκρυα της υγρασίας στα τζάμια έχουν κυλήσει προς τα κάτω
δίνοντας σχήματα βγαλμένα από χάρτες.
Τα κούτσουρα στο τζάκι έχουν καεί κι ίσα που κρατάνε λίγη
φλόγα για να κάψουν τα επόμενα.
Το παλιό εκκρεμές στον τοίχο λέει την καλημέρα του χτυπώντας
3 φορές και συνεχίζει να γρυλίζει ρυθμικά φέρνοντας κύκλους
τα γρανάζια του. Ακούραστο, χτυπάει και μετράει το χρόνο και
το μόνο που ζητάει είναι λίγο κούρδισμα.
Η ξεχασμένη τηλεόραση έχει πέσει σε βαθιά καταστολή και το μόνο
σημείο ζωής που δείχνει είναι τα χιόνια της.
Έχει κι εκείνον τον ήχο που τη συνοδεύει, κάθε φορά που τον ακούω
μου μοιάζει με έλκηθρο που σέρνεται.
Μόλις την κλείνω κάνω μια σκέψη πως τη φτιάξανε ωσάν εργαλείο
αποκλειστικά φτιαγμένο για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Ανακατεύω στην κούπα τον ζεστό καφέ και ρουφάω μια γουλιά.
Δυο σπίθες μόλις έκαναν την απόδρασή τους από το τζάκι.
Τα νέα κούτσουρα τις έδιωξαν γιατί δεν χωρούσαν στη φωτιά τους.
Παίρνω ένα κλαδάκι και μεταφέρω λίγη φωτιά στην πίπα μου.
Μια-δυο απανωτές ρουφηξιές να δω τον καπνό της να σηκώνεται.
Αυτό είναι.Ζέσταναν τα σωθικά μου. Απόλαυση.

Ο κυρ-Νίκος έχει πιάσει από το χάραμα δουλειά.
Έχει στήσει τον πάγκο του ακριβώς απέναντι από το παράθυρό μου.
Αντιλαμβάνεται τη σιλουέτα μου πίσω από την κουρτίνα και με
καλημερίζει με ένα νεύμα.
Σηκώνω το χέρι και τον χαιρετώ σφίγγοντας τη γροθιά μου.
"Καλή δύναμη κυρ-Νίκο" συλλογίζομαι...

Καλημέρααααα!
Καλημέρα σας γειτόνοιοιοιοι!!
Ντιν-ντόν...ντιν-νταν...ντιν-ντινντόν...ντιν-ντινντάν.
Πόσοι άραγε θα πάρουν ένα κουλούρι από τον πάγκο του;

Γεμίζει ο δρόμος από παιδιά που κατηφορίζουν προς το σχολειό τους
σαν το ποτάμι που`χει φουσκώσει από τη μπόρα και κατεβαίνει προς
την κοίτη του με ορμή. Οι φωνές τους δίνουν ρυθμό στα τιτιβίσματα
των καναρινιών της κυρα-Στέλλας. Κι όσο οι παιδικές φωνές
γεμίζουν με ζωηράδα την ατμόσφαιρα τόσο πιο δυνατά τα καναρίνια
κελαηδούν.

Κάθομαι μπροστά από τη φιλενάδα μου.
Πίνω άλλη μια γουλιά καφέ να ζεσταθώ.
Βγάζω μερικές λευκές κόλλες χαρτί απ`το συρτάρι.
Της χαμογελάω ευγενικά και της κλείνω πονηρά το μάτι:
-"Κυρία Ολιβέττι επιτρέψτε μου σήμερα να μην γράψουμε εισηγήσεις
για το διοικητικό συμβούλιο ούτε αλληλογραφίες σε συνεργάτες.
Σήμερα σκέπτομαι να μην πάω στη δουλειά, να κάτσω να σου κάνω
παρέα όλη μέρα.
Νοιώθω τόσο ωραία...Έχω τη διάθεση να γράψω ένα γλυκό παραμύθι!!
Τι λες; Ξεκινάμε;"
Περνάω το χαρτί στον κύλινδρό της και το ταξίδι ξεκινά.