Καλημέραααα
Καλημέραααα σας γειτόνοιοιοιοι.
Ντιν-ντόν...ντιν-νταν...ντιν-ντινντόν...ντιν-ντινντάν.
Μια όμορφη μουντή χειμωνιάτικη μέρα έχει ανάψει τα φώτα της.
Μέσα στις πρώτες ηλιαχτίδες η ομίχλη έχει απλώσει το διάφανο
μαγευτικό της πέπλο. Τα πουλιά ξεκινούν την μικρή τσιριχτή
μουρμούρα τους λες και εξηγούν το ένα στ`άλλο τι όνειρο είδαν.
Τα δάκρυα της υγρασίας στα τζάμια έχουν κυλήσει προς τα κάτω
δίνοντας σχήματα βγαλμένα από χάρτες.
Τα κούτσουρα στο τζάκι έχουν καεί κι ίσα που κρατάνε λίγη
φλόγα για να κάψουν τα επόμενα.
Το παλιό εκκρεμές στον τοίχο λέει την καλημέρα του χτυπώντας
3 φορές και συνεχίζει να γρυλίζει ρυθμικά φέρνοντας κύκλους
τα γρανάζια του. Ακούραστο, χτυπάει και μετράει το χρόνο και
το μόνο που ζητάει είναι λίγο κούρδισμα.
Η ξεχασμένη τηλεόραση έχει πέσει σε βαθιά καταστολή και το μόνο
σημείο ζωής που δείχνει είναι τα χιόνια της.
Έχει κι εκείνον τον ήχο που τη συνοδεύει, κάθε φορά που τον ακούω
μου μοιάζει με έλκηθρο που σέρνεται.
Μόλις την κλείνω κάνω μια σκέψη πως τη φτιάξανε ωσάν εργαλείο
αποκλειστικά φτιαγμένο για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Ανακατεύω στην κούπα τον ζεστό καφέ και ρουφάω μια γουλιά.
Δυο σπίθες μόλις έκαναν την απόδρασή τους από το τζάκι.
Τα νέα κούτσουρα τις έδιωξαν γιατί δεν χωρούσαν στη φωτιά τους.
Παίρνω ένα κλαδάκι και μεταφέρω λίγη φωτιά στην πίπα μου.
Μια-δυο απανωτές ρουφηξιές να δω τον καπνό της να σηκώνεται.
Αυτό είναι.Ζέσταναν τα σωθικά μου. Απόλαυση.
Ο κυρ-Νίκος έχει πιάσει από το χάραμα δουλειά.
Έχει στήσει τον πάγκο του ακριβώς απέναντι από το παράθυρό μου.
Αντιλαμβάνεται τη σιλουέτα μου πίσω από την κουρτίνα και με
καλημερίζει με ένα νεύμα.
Σηκώνω το χέρι και τον χαιρετώ σφίγγοντας τη γροθιά μου.
"Καλή δύναμη κυρ-Νίκο" συλλογίζομαι...
Καλημέρααααα!
Καλημέρα σας γειτόνοιοιοιοι!!
Ντιν-ντόν...ντιν-νταν...ντιν-ντινντόν...ντιν-ντινντάν.
Πόσοι άραγε θα πάρουν ένα κουλούρι από τον πάγκο του;
Γεμίζει ο δρόμος από παιδιά που κατηφορίζουν προς το σχολειό τους
σαν το ποτάμι που`χει φουσκώσει από τη μπόρα και κατεβαίνει προς
την κοίτη του με ορμή. Οι φωνές τους δίνουν ρυθμό στα τιτιβίσματα
των καναρινιών της κυρα-Στέλλας. Κι όσο οι παιδικές φωνές
γεμίζουν με ζωηράδα την ατμόσφαιρα τόσο πιο δυνατά τα καναρίνια
κελαηδούν.
Κάθομαι μπροστά από τη φιλενάδα μου.
Πίνω άλλη μια γουλιά καφέ να ζεσταθώ.
Βγάζω μερικές λευκές κόλλες χαρτί απ`το συρτάρι.
Της χαμογελάω ευγενικά και της κλείνω πονηρά το μάτι:
-"Κυρία Ολιβέττι επιτρέψτε μου σήμερα να μην γράψουμε εισηγήσεις
για το διοικητικό συμβούλιο ούτε αλληλογραφίες σε συνεργάτες.
Σήμερα σκέπτομαι να μην πάω στη δουλειά, να κάτσω να σου κάνω
παρέα όλη μέρα.
Νοιώθω τόσο ωραία...Έχω τη διάθεση να γράψω ένα γλυκό παραμύθι!!
Τι λες; Ξεκινάμε;"
Περνάω το χαρτί στον κύλινδρό της και το ταξίδι ξεκινά.
Καλημέραααα σας γειτόνοιοιοιοι.
Ντιν-ντόν...ντιν-νταν...ντιν-ντινντόν...ντιν-ντινντάν.
Μια όμορφη μουντή χειμωνιάτικη μέρα έχει ανάψει τα φώτα της.
Μέσα στις πρώτες ηλιαχτίδες η ομίχλη έχει απλώσει το διάφανο
μαγευτικό της πέπλο. Τα πουλιά ξεκινούν την μικρή τσιριχτή
μουρμούρα τους λες και εξηγούν το ένα στ`άλλο τι όνειρο είδαν.
Τα δάκρυα της υγρασίας στα τζάμια έχουν κυλήσει προς τα κάτω
δίνοντας σχήματα βγαλμένα από χάρτες.
Τα κούτσουρα στο τζάκι έχουν καεί κι ίσα που κρατάνε λίγη
φλόγα για να κάψουν τα επόμενα.
Το παλιό εκκρεμές στον τοίχο λέει την καλημέρα του χτυπώντας
3 φορές και συνεχίζει να γρυλίζει ρυθμικά φέρνοντας κύκλους
τα γρανάζια του. Ακούραστο, χτυπάει και μετράει το χρόνο και
το μόνο που ζητάει είναι λίγο κούρδισμα.
Η ξεχασμένη τηλεόραση έχει πέσει σε βαθιά καταστολή και το μόνο
σημείο ζωής που δείχνει είναι τα χιόνια της.
Έχει κι εκείνον τον ήχο που τη συνοδεύει, κάθε φορά που τον ακούω
μου μοιάζει με έλκηθρο που σέρνεται.
Μόλις την κλείνω κάνω μια σκέψη πως τη φτιάξανε ωσάν εργαλείο
αποκλειστικά φτιαγμένο για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Ανακατεύω στην κούπα τον ζεστό καφέ και ρουφάω μια γουλιά.
Δυο σπίθες μόλις έκαναν την απόδρασή τους από το τζάκι.
Τα νέα κούτσουρα τις έδιωξαν γιατί δεν χωρούσαν στη φωτιά τους.
Παίρνω ένα κλαδάκι και μεταφέρω λίγη φωτιά στην πίπα μου.
Μια-δυο απανωτές ρουφηξιές να δω τον καπνό της να σηκώνεται.
Αυτό είναι.Ζέσταναν τα σωθικά μου. Απόλαυση.
Ο κυρ-Νίκος έχει πιάσει από το χάραμα δουλειά.
Έχει στήσει τον πάγκο του ακριβώς απέναντι από το παράθυρό μου.
Αντιλαμβάνεται τη σιλουέτα μου πίσω από την κουρτίνα και με
καλημερίζει με ένα νεύμα.
Σηκώνω το χέρι και τον χαιρετώ σφίγγοντας τη γροθιά μου.
"Καλή δύναμη κυρ-Νίκο" συλλογίζομαι...
Καλημέρααααα!
Καλημέρα σας γειτόνοιοιοιοι!!
Ντιν-ντόν...ντιν-νταν...ντιν-ντινντόν...ντιν-ντινντάν.
Πόσοι άραγε θα πάρουν ένα κουλούρι από τον πάγκο του;
Γεμίζει ο δρόμος από παιδιά που κατηφορίζουν προς το σχολειό τους
σαν το ποτάμι που`χει φουσκώσει από τη μπόρα και κατεβαίνει προς
την κοίτη του με ορμή. Οι φωνές τους δίνουν ρυθμό στα τιτιβίσματα
των καναρινιών της κυρα-Στέλλας. Κι όσο οι παιδικές φωνές
γεμίζουν με ζωηράδα την ατμόσφαιρα τόσο πιο δυνατά τα καναρίνια
κελαηδούν.
Κάθομαι μπροστά από τη φιλενάδα μου.
Πίνω άλλη μια γουλιά καφέ να ζεσταθώ.
Βγάζω μερικές λευκές κόλλες χαρτί απ`το συρτάρι.
Της χαμογελάω ευγενικά και της κλείνω πονηρά το μάτι:
-"Κυρία Ολιβέττι επιτρέψτε μου σήμερα να μην γράψουμε εισηγήσεις
για το διοικητικό συμβούλιο ούτε αλληλογραφίες σε συνεργάτες.
Σήμερα σκέπτομαι να μην πάω στη δουλειά, να κάτσω να σου κάνω
παρέα όλη μέρα.
Νοιώθω τόσο ωραία...Έχω τη διάθεση να γράψω ένα γλυκό παραμύθι!!
Τι λες; Ξεκινάμε;"
Περνάω το χαρτί στον κύλινδρό της και το ταξίδι ξεκινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου