Αφιερωμένο τον γιο μου, Χρήστο-Αντώνη Δουκίρη.
ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν μέσα στο δάσος δυο ξεχωριστοί φίλοι: Ο Βρασίδας Μολιντήρης και ο Φανούρης Ποντικολαλάς.
Ο Βρασίδας ήταν ένα συμπαθητικό σαυράκι που φορούσε πάντα μια στολή ακροβάτη.Δεν μιλούσε ποτέ και κανείς δεν ήξερε αν έχει φωνή ή όχι. Όταν σε κοιτούσε με τα γουρλωτά του μάτια αμέσως καταλάβαινες ότι ήταν ο σοβαρός της παρέας. Το σοβαρό του ύφος βέβαια έδινε πάντα μια μεγαλύτερη αίγλη στα ακροβατικά του. Σκαρφάλωνε παντού με ιδιαίτερη ευκολία και μια μοναδική χορευτική χάρη, ακόμα και στο ταβάνι, δίχως να πέφτει, λες κι είχε κόλλα στα πόδια.
Ο Φανούρης ήταν ένας μικρός ποντικός σπάνιας ομορφιάς. Είχε ένα στριφτό καλλιτεχνικό μουστάκι και φορούσε μια μπαλωμένη στολή ταυρομάχου. Φυσικά στην όλη εμφάνισή του δεν έλειπε το σομπρέρο που είχε γεμίσει τρύπες και η κιθάρα του που είχε ζωγραφισμένη στην πλάτη της μια όμορφη κοπέλα.
Μέσα στο δάσος ζούσε και η οικογένεια του δασοφύλακα. Είχαν ένα όμορφο σπίτι, φτιαγμένο με κορμούς και τούβλα, ένα ράντζο. Γύρω του υπήρχε ένα μεγάλο περιφραγμένο λιβάδι. Αγελάδες,άλογα,γουρουνάκια,κότες,γατάκια,σκυλάκια όλα μαζί μια παρέα περνούσαν ευτυχισμένα. Στην παρέα τους ζούσαν τα δυο παιδιά του δασοφύλακα. Ο Αντρέας ήταν ο μεγαλύτερος και πάντα προστάτευε και περιποιόταν την μικρή του αδερφή. Η Όλγα σαν μικρότερη ήταν η πιο σκανταλιάρα της παρέας. Κυνηγούσε τα ζώα,τους τραβούσε την ουρά και τα έβρεχε γελώντας "έτσι για να τα ποτίσει", όπως έλεγε," μαζί με τα λουλούδια του κήπου."
Όταν λοιπόν έρχονταν ο Βρασίδας και ξεκίναγε τα ακροβατικά του, μαζεύονταν όλα τα ζώα στην αυλή του σπιτιού για να τον παρακολουθήσουν. Επιφωνήματα θαυμασμού αντιλαλούσαν στην κάθε κίνησή του, χειροκροτήματα, και στο τέλος η σχετική υπόκλιση του Βρασίδα συμπλήρωναν το σκηνικό στην τρελή παράστασή του. Αφού τελείωνε τα ακροβατικά του ο Βρασίδας τον ακολουθούσε με το ίδιο καλλιτεχνικό σθένος ο φίλος του ο Φανούρης. Με τη συνοδεία της κιθάρας έλεγε τραγούδια σπανιόλικα, με πάθος και στόμφο που θα ζήλευαν ακόμα κι επαγγελματίες τραγουδιστές.
-"Ολέεε!!" ζητωκραύγαζαν τα δυο αδέρφια όποτε τελείωνε ένα τραγούδι ο Φανούρης. Χειροκρότημα κι επιφωνήματα θαυμασμού για την παράσταση των φίλων.
Κάθε φορά η παράσταση ήταν και μια γιορτή στην αυλή του δασοφύλακα.
~*~
Έτσι λοιπόν έγινε και σήμερα το απόγευμα,η παράσταση των δυο φίλων μας είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της όταν την στιγμή που όλοι επευφημούσαν και χειροκροτούσαν ακούστηκε μια κραυγή από το δάσος...
-"Αούουουού..."
Όλοι σώπασαν μέσα στην αυλή.
-"Αούούού!" ξανακούστηκε η κραυγή από το δάσος.
-"Παιδιά πείτε μου ότι με γελούν τ`αυτιά μου!"είπε ο Αντρέας.
-"Ακούσατε κι εσείς τον λύκο;"
-"Μπρρρρ,Παναγίτσα μου πως φοβάμαι",λέει η μικρή Όλγα.
-"Ηρέμησε καλή μου γιατί τόση ταραχή; Είμαστε τόοοοσοι πολλοί,και θα φοβηθούμε έεεναν λύκο;" είπε με θάρρος ο Κυρ Μάνος Μαυρολαίμης,το γέρικο σοφό άλογο.
-"Ας κοπιάσει να έρθει απ`εδώ και θα δεις τι θα πάθει!" συμπλήρωσε ο γιος του ο Αρίστος.
Δημιουργήθηκε ένα βουητό από τις φωνές των ζώων που συμφωνούσαν με τον Μαυρολαίμη, όταν ξαφνικά τα πάντα νέκρωσαν...
Ο λύκος ήταν στην πόρτα της αυλής χαμογελαστός με τα μεγάλα δόντια του να εξέχουν από τα χείλη.
-"Γεια σας φίλοι μου! Πιστεύω πως εδώ είναι το μέρος που ακούγεται η μουσική που αγαπάω! Έτσι δεν είναι;"ρώτησε ο λύκος γεμάτος προσμονή.
-"Ναι, καλά άκουσες",πετάχτηκε ο Φανούρης με θάρρος και ύφος ταυρομάχου.
-"Αααα εσύ ήσουν ο μουσικός, είμαι σίγουρος!"είπε ο λύκος με ευτυχία στον Φανούρη.
-"Και είμαι σίγουρος πως η κιθάρα που κρατάς έχει ζωγραφισμένη μια κοπέλα στην πλάτη της!"είπε με υπερήφανο ύφος.
-"Ωωωω!!" ακούστηκε μια φωνή απ`όλα τα ζώα.
-"Μα...πως το ξέρεις εσύ";ρώτησε με απορία ο Φανούρης.
-"Γιατί αυτή η κιθάρα έχει φτιαχτεί από τον πατέρα μου,όπως και πολλές άλλες!Και την θυμάμαι γιατί έκανε πάρα πολύ χρόνο να τη φτιάξει !"
-"Α,ναι;Και γιατί θα πρέπει να σε πιστέψουμε;" ρώτησε με επιθετικό ύφος ο κόκορας ο Ρικοκός.
-"Γιατί ο πατέρας μου ήταν ο μόνος μάστορας σε όλη την περιοχή που έφτιαχνε κιθάρες!" απάντησε με υπερηφάνεια ο λύκος.
-"Αν δείτε μέσα στη τρύπα της κιθάρας θα διαβάσετε τα αρχικά Μ.Κ δηλαδή Μουσιλύκος Κιθαρούλης. Κι επί τη ευκαιρία επιτρέψτε μου να συστηθώ: Λυκοφίλης Κιθαρούλης."
-"Ο γνωστός βαρύτονος;" Πετάχτηκε με έκπληξη γεμάτη η Κα Χήνα Παραλίμνη.
-"Ακριβώς αγαπητή μου και θα ήταν χαρά μου αν με λέγατε με το χαϊδευτικό μου, οι φίλοι μου με φωνάζουν Λάκη."
-"Μα ναι,πως δεν το είχα καταλάβει; Εσείς είστε φίλτατε,θυμάμαι το σημάδι στην ουρά σας,χαχα!" συμπλήρωσε ο φίλος μας ο Φανούρης...(την ιστορία με το σημάδι θα την πούμε σε άλλο παραμύθι.)
-"Αυτή η κιθάρα φτιάχτηκε ειδικά από τον πατέρα σου για τον πατέρα μου..." συμπλήρωσε με υπερηφάνεια το καλό μας ποντικάκι.
Δυο φίλοι από τα παλιά λοιπόν αντάμωσαν, χαιρετίστηκαν με ενθουσιασμό και αγκαλιάστηκαν γεμάτοι χαρά. Η μεγάλη χαρά τους απλώθηκε σε όλη την παρέα κι όλα τα ζώα πλησίασαν τον επισκέπτη τους, για πρώτη φορά στη ζωή τους,δίχως να φοβηθούν.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο Φανούρης κι ο Λυκοφίλης ή Λάκης όπως του άρεσε να τον λένε,έπιασαν να λένε τραγούδια και τα δυο αδέρφια -ο Αντρέας με την Όλγα- μαζί με τα ζώα άρχισαν τον τρελό χορό.
~*~
Χόρευαν όλοι και γλεντούσαν...όλοι εκτός του Βρασίδα. Έστεκε σε μια γωνιά μονάχος του αποσβολωμένος, αγέλαστος, σχεδόν λυπημένος, ακίνητος με τα γουρλωτά του μάτια κοίταζε τον κόσμο που διασκέδαζε. Κανείς δεν του έδινε σημασία και ο Φανούρης ούτε καν τον σύστησε στον λύκο...ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Έστριψε την πλάτη του κι έκανε μια κίνηση να φύγει προς το σπίτι του γεμάτος απογοήτευση.
-"Βρασίδα,που κρύβεσαι τόσην ώρα;" ακούστηκε ο Φανούρης ακριβώς από πίσω του. "-Έλα φιλαράκο μου,θέλει να σε γνωρίσει ο Λάκης." πήρε ο Φανούρης με υπερηφάνεια τον καλό του φίλο αγκαζέ και τον συνόδευσε στον δημοφιλή λύκο τενόρο με κάθε επισημότητα.
-"Λάκη να σου συστήσω τον καλύτερό μου φίλο κι αδερφό μου, τον έναν και μοναδικό ακροβάτη του δάσους μας!!"
-"Ο Βρασίδας Μολιντήρης? Εσείς είστε, ο ίδιος; Τιμή μου που σας γνωρίζω!!" Ξεφώνισε με θαυμασμό ο Λάκης κι έσκυψε να τον χαιρετίσει.
-"Η τιμή είναι δική μου κύριε." ψέλλισε ο Βρασίδας και ήταν η σειρά των υπολοίπων να μείνουν γεμάτοι έκπληξη, αποσβολωμένοι μιας και δεν είχαν ξανακούσει τη φωνή του. Άκρα ησυχία στην αυλή,όλοι είχαν μείνει σαν τα αγάλματα ακίνητοι περιμένοντας την επόμενη κουβέντα του Βρασίδα.
-"Εεε, παιδιά μην με περιμένετε να σας πω και τραγούδι!" τους αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο ο Βρασίδας.
-"Αχαχαχα" ξέσπασαν στα γέλια όλοι στην αυλή κι έτσι αυθόρμητα ξεκίνησαν τα τραγούδια και τον ξέφρενο χορό.
Μια ξεχωριστή νύχτα είχε έρθει στην αυλή του δασοφύλακα κι έφερε σ`όλους την μεγάλη ευτυχία.
Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ποτέ πως δεν είναι πάντα ο εχθρός σου αυτός που φοβάσαι...
Καλό ξημέρωμα παιδί μου, να`σαι καλός με όλους τους φίλους σου και να μοιράζεσαι αγάπη.
All rights reserved 2012
Ioannis Doukiris